- πυρφόρος
- και πυροφόρος, -ο / πυρφόρος και πυροφόρος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -α, Ν, πυριφόρος και πουροφόρος, -ον, Α1. (ιδίως για κεραυνό ή αστραπή) αυτός που φέρει πυρ, φωτιά («πυρφόρον... κεραυνόν», Πίνδ.)2. αυτός που μεταδίδει φωτιά («πυρφόρα βέλη» — βέλη που φέρουν στο άκρο τους εύφλεκτη ύλη αναμμένη και τα οποία ρίχνονται εναντίον στόχων για να τους πυρπολήσουν)3. το αρσ. ως ουσ. ο πυρφόροςα) είδος πολεμικής μηχανής με την οποία εκτόξευαν πυρφόρα βέλη («πυρφόρος, ᾧ ἐχρήσατο Παυσίστρατος ὁ τῶν Ροδίων ναύαρχος», Πολ.)β) ιερέας στον στρατό τών Λακεδαιμονίων ο οποίος είχε ως έργο του τη διατήρηση τής φωτιάς που προοριζόταν για θυσία, η οποία δεν έπρεπε να σβήσει ποτέγ) (στην Επίδαυρο και στο Άργος) αυτός που έφερε τη φωτιά τής θυσίας4. φρ. «Προμηθεύς πυρφόρος» — τίτλος σατυρικού δράματος τού Αισχύλου, το οποίο έχει χαθείνεοελλ.1. χημ. χαρακτηρισμός τών ουσιών που έχουν την ιδιότητα να αναφλέγονται αυθόρμητα κατά την παραμονή τους στον αέρα στη συνήθη θερμοκρασία ή και σε χαμηλότερη από αυτή, χωρίς να υποβάλλονται προηγουμένως σε θέρμανση, τριβή ή κρούση2. φρ. α) «πυρφόρο κράμα»χημ. χαρακτηρισμός κραμάτων τού δημητρίου με το σίδηρο, το μαγνήσιο ή το αλουμίνιο, τα οποία έχουν την ιδιότητα να παράγουν σπινθήρες, όταν υποβάλλονται σε ελαφρά τριβήβ) «πυρφόρο τού Γκαι-Λυσάκ»χημ. εξαιρετικά εύφλεκτο μίγμα το οποίο προκύπτει κατά τη διάσπαση τού θειικού καλίου παρουσία μεγάλης περίσσειας ενεργού άνθρακα, και αποτελείται από πολυθειούχο κάλιο, άνυδρο ανθρακικό κάλιο και άνθρακανεοελλ.-μσν.το αρσ. ως ουσ. ο δρόμων που έφερε στην πλώρη είδος εμβόλου, χωρίς όμως αυτό να αποτελεί το κύριο όπλο του, όπως το έμβολο στην τριήρη, αλλά ήταν μόνο βοηθητικό μέσο για την εμβόλιση τού εχθρικού πλοίουαρχ.1. προσωνυμία πολλών θεών, όπως τού Διός, τής Δήμητρος, τής Περσεφόνης, τής Αρτέμιδος, τού Έρωτος κ.λπ. (α. «τήν τε πυρφόρον θεὰν Δήμητρα», Ευρ.β. «τάς τε πυρφόρους Ἀρτέμιδος αἴγλας», Σοφ.)2. αυτός που μεταφέρει το ιερό πυρ κατά τη λατρεία τού Ασκληπιού3. ηφαιστειώδης («πυροφόρον πεδίον», Ζώσ.)4. αξίωμα σε βακχικό θίασο5. μτφ. φλεγμονώδης6. φρ. α) «πυρφόροι οἰστοί» ή απλώς «τὰ πυρφόρα» ή «οἱ πυρφόροι» — τα πυρφόρα βέληβ) «πυρφόρος ἡ ἐκ Δελφῶν» — αυτή που φέρνει το ιερό πυρ από τους Δελφούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ, πυρός (για τις μορφές πυρ- και πυριβλ. λ. πῦρ) + -φόρος*].
Dictionary of Greek. 2013.